Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΠΟΤΑΜΙ: ΠΑΡΑΜΕΝOYN ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΥΓOYN…

Τελικά, το διαζύγιο δεν εκδόθηκε -όπως αναμενόταν- το βράδυ της Δευτέρας, κατά τη σύσκεψη 50 στελεχών του κόμματος το «Ποτάμι», τα οποία συνομίλησαν για ώρες περί του αν θα μείνουν, αν θα φύγουν ή αν απλώς θα παρακολουθήσουν τις εξελίξεις από τις τάξεις του Κινήματος Αλλαγής...


Είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα το Σάββατο που μας πέρασε, οπότε η Φ. Γεννηματά και ο Στ. Θεοδωράκης είχαν ανταλλάξει σκληρές κουβέντες.

Η πλειοψηφία των παρόντων τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην παρούσα δομή της Κεντροαριστεράς, έως ότου ξεκαθαριστούν τα πράγματα
Αφορμή στάθηκε η συμφωνία Αθηνών - Σκοπίων, αλλά η πραγματική αιτία αφορά στο πανθομολογούμενο «Imperium» της Φώφης Γεννηματά στην ανορθόδοξη δομή πάνω στην οποία στηρίζεται το νεότευκτο Κίνημα Αλλαγής που φιλοδοξεί να αποτελέσει -χωρίς να είναι ακόμη- και με περιορισμένες προοπτικές τον κορμό της νέας Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.

Τρεις ηχηρές απουσίες σημειώθηκαν στη συνάντηση της Δευτέρας. Πρόκειται για αυτές του Γρηγόρη Ψαριανού, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να λαμβάνει αποστάσεις από τη συμφωνία για το Μακεδονικό, του Γιώργου Αμυρά, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς «αλληθωρίζει» προς τη ΝΔ, και του Σπύρου Λυκούδη, ο οποίος συμφωνεί αναφανδόν με την επίλυση του Μακεδονικού και με τις πρωτοβουλίες Τσίπρα - Ζάεφ, αλλά ωστόσο διατηρεί τις αποστάσεις του από τις εσωτερικές εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής.

Υπ' αυτές τις συνθήκες η συζήτηση εξ αρχής ήταν «κολοβή». Ωστόσο, η πλειοψηφία των παρόντων τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην παρούσα δομή της Κεντροαριστεράς, έως ότου ξεκαθαριστούν τα πράγματα.

Μόνο ο ευρωβουλευτής Σπύρος Δανέλλης ζήτησε την άμεση αποχώρηση του «Ποταμιού» από το Κίνημα Αλλαγής. Ο επίσης ευρωβουλευτής κ. Γιώργος Γραμματικάκης, αφού στήριξε με θέρμη τη συμφωνία Αθηνών - Σκοπίων, κάλεσε τους παρόντες να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους με τη φράση «ας μην είμαστε εμείς που θα προκαλέσουμε τη ρήξη».

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το Κίνημα Αλλαγής εδραιώθηκε ένα πολιτικό παράδοξο. Η πρόεδρος Φώφη Γεννηματά προΐσταται ενός πολιτικού συμβουλίου το οποίο υπάρχει προφανώς για ανταλλαγή απόψεων εν είδει πολιτικού καφενείου, αφού η ίδια η πρόεδρος αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία των υφισταμένων βουλευτών στο ΚΙΝΑΛ.

Το παράδοξο είναι ότι, έστω κι εάν όλα τα υπόλοιπα μέρη του συμβουλίου διαφωνούν, η γραμμή χαράσσεται αποκλειστικά από την κα Γεννηματά. Αυτό το παράδοξο δεν μπορεί να συνεχιστεί, αλλά δεν υφίσταται και εναλλακτική λύση.

Έτσι ο Σταύρος Θεοδωράκης με τους εναπομείναντες βουλευτές του Ποταμιού, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος μόνος βουλευτής της συνιστώσας ΔΗΜΑΡ, ο Γιώργος Παπανδρέου, χωρίς κανέναν βουλευτή, ούτε καν τον εαυτό του, ο Γιώργος Καμίνης ως δήμαρχος Αθηναίων αλλά χωρίς καμία άλλη πολιτική ισχύ εντός Κοινοβουλίου διαδραματίζουν ρόλο θεατή. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος ήρθε δεύτερος στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής, είναι υποχρεωμένος και αυτός να παρακολουθεί τις αποφάσεις της Φώφης Γεννηματά.

Το άμεσο περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα προσβλέπει στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού χάρτη στην Κεντροαριστερά. Θα έλεγε κάποιος ότι το Μαξίμου επείγεται, αν δεν προκαλεί, να χαρτογραφήσει το ομιχλώδες πολιτικό τοπίο, από το οποίο όμως εξαρτώνται και οι μελλοντικές πολιτικές συμμαχίες στις οποίες βασίζεται τόσο για την προεκλογική περίοδο όσο και κυρίως για μετά τις εκλογές εποχή. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας διαμορφώνει έναν νέο οδικό χάρτη, ο οποίος καταγράφηκε με τη συνέντευξή του στη συντηρητική γερμανική εφημερίδα «Die Welt». Σε αυτήν τη συνέντευξη ο κ. Τσίπρας φάνηκε να προσανατολίζεται περισσότερο προς μια εξευρωπαϊσμένη Αριστερά, αγκαλιάζοντας τον σοσιαλιστικό χώρο, αφού βλέπει πως οι πολιτικές του εφεδρείες μετά και την έξοδο από το μνημόνιο περιορίζονται σε αυτόν τον χώρο που έχει εναπομείνει στην Κεντροαριστερά.

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω εκλαμβάνονται προς το παρόν ως «ασκήσεις επί χάρτου». Ωστόσο, η πολιτική δεξαμενή από την οποία μπορεί να αντλήσει ο Αλέξης Τσίπρας κατά την επόμενη περίοδο είναι δεδομένη.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης τη Δευτέρα το μεσημέρι με μία δήλωσή του επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λέγοντας πως αν η κυβέρνηση Τσίπρα απολέσει τη δεδηλωμένη, τότε θα πάμε για εκλογές, διότι το «Ποτάμι» δεν πρόκειται να στηρίξει ένα διάδοχο κυβερνητικό σχήμα.

Με αυτόν τον τρόπο ο Σταύρος Θεοδωράκης προσπάθησε να «βραχυκυκλώσει» τις κουβέντες που γίνονται για πιθανή είσοδό του σε ένα εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα στήριξης και άρα τη λήξη του πολιτικού συμβολαίου που συνδέει, θεωρητικά τουλάχιστον, τη συγκυβέρνηση των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ.

Όμως, με δεδομένο ότι τουλάχιστον κατά την περίοδο των επομένων 6-7 μηνών δεν προβλέπεται να έρθει στη Βουλή για επικύρωση η συμφωνία Αθηνών - Σκοπίων, θεωρητικά μιλώντας μπορεί και να μην παρουσιαστεί ζήτημα πολιτικού διαζυγίου ή μάλλον βελούδινου διαζυγίου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. Επειδή όμως ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός, οι συζητήσεις οι οποίες γίνονται κάτω από το τραπέζι επικεντρώνουν στο πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα πορευθεί προς την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αλλά και στο πώς θα συμπεριφερθεί την επομένη των επερχόμενων εκλογών.

Προκειμένου να απαντηθεί αυτή η πολιτική εξίσωση, θα πρέπει να αναλογιστεί κάποιος το τι θα συμβεί -εάν συμβεί- στην Κεντροδεξιά. Τα δεδομένα είναι σαφή.

(Α) Η συσπείρωση της ΝΔ έχει ακουμπήσει «ταβάνι» και αυτό καταδεικνύεται από όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις.

(Β) Η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι της συμφωνίας Αθηνών - Σκοπίων τον απομόνωσε από όλα τα δυτικά κέντρα λήψης αποφάσεων, καθώς και από τους διεθνείς οργανισμούς.

(Γ) Η στάση του Κώστα Καραμανλή υπήρξε ιδιαίτερα ήπια όσον αφορά στη διαχείριση του Μακεδονικού. Ο πρώην πρωθυπουργός απέφυγε να παρέμβει προσωπικά, αφήνοντας να διακινηθούν προσεγγίσεις αποκλειστικά από το περιβάλλον του.

(Δ) Αναμφισβήτητα το βασικό πρόβλημα του Κ. Μητσοτάκη ακούει στο όνομα Αντώνης Σαμαράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο σημερινός πρόεδρος της ΝΔ αλλιώς συμπεριφέρεται όταν βρίσκεται εκτός Ελλάδος κι άλλα υποστηρίζει όταν βρίσκεται εντός της χώρας. Η παρέμβαση της συντηρητικής γερμανικής εφημερίδας «FAZ», διά της οποίας αποκαλύφθηκε η διπλή γλώσσα του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς το Μακεδονικό, είναι χαρακτηριστική. Η «FAZ» εκφράζει το «μεδούλι» του βιομηχανικού και τραπεζικού κατεστημένου της Γερμανίας και διαμορφώνει τις βασικές αρχές εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου.

Αν κάποιος αναλογιστεί πως τα κυρίαρχα ΜΜΕ της Γερμανίας, δηλαδή «FAZ», «Die Welt», «Handelsblatt», «Der Spiegel» και «Focus», με μία ομοβροντία καταδίκασαν τη στάση Μητσοτάκη ως προς τη συμφωνία Αθηνών - Σκοπίων, τότε ο καθένας αντιλαμβάνεται το πώς εκλαμβάνει ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το περιβάλλον του την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε Βερολίνο και βεβαίως και στις Βρυξέλλες.

Αν κάποιος αθροιστικά προσθέσει τη στάση του Εμανουέλ Μακρον αλλά και τη στάση της αμερικανικής γραφειοκρατίας, τότε καταλήγει εύκολα στο συμπέρασμα πως το διεθνές περιβάλλον δεν αφήνει και πολλά περιθώρια κινήσεων στον σημερινό πρόεδρο της ΝΔ. Την ίδια ώρα και εντός του κόμματος της Κεντροδεξιάς παρατηρούνται ήδη κινήσεις κεντρογενών βουλευτών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει συρθεί για λόγους εσωτερικών συσχετισμών σε πολύ συντηρητικές επιλογές.

Στη ΝΔ ισχύει ένα δόγμα από το 1974 και μετά: είναι αδύνατο να κυβερνήσει ένα κόμμα χωρίς την κυριαρχία του στον λεγόμενο «Μεσαίο Χώρο». Με λίγα λόγια, είναι οι κεντρογενείς δυνάμεις οι οποίες αναδεικνύουν κυβερνήσεις. Το δόγμα αυτό έχει επιβεβαιωθεί καθ' όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και όσο κι εάν φαίνεται οξύμωρο, επαναβεβαιώθηκε και το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να κυριαρχήσει σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, βασιζόμενος στην απορρόφηση πασοκογενών και κεντρογενών ψηφοφόρων.

Υπ' αυτές τις συνθήκες οι επόμενες εκλογές θα κριθούν ακριβώς από εκείνη την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων η οποία θα μετακινηθεί μεταξύ Κεντροδεξιάς και Αριστεράς, αλλά με πεδίο μάχης τον κεντρώο χώρο.

Αυτή η μάχη έχει ήδη αρχίσει και προφανώς θα συνεχιστεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση ιδιαίτερα μετά την 21η Αυγούστου, επίσημη ημερομηνία εξόδου της χώρας από το πρόγραμμα στήριξης. Οι πρωταγωνιστές λαμβάνουν θέσεις και προσβλέπουν στην απορρόφηση δεξαμενής ψηφοφόρων από αυτόν τον ρευστό μεσαίο χώρο.

Θεωρητικά, το Κίνημα Αλλαγής κινείται μεταξύ ενός 6 έως 10% του εκλογικού σώματος. Αυτό το ποσοστό είναι ικανό να αναδείξει πλειοψηφίες και μειοψηφίες, όταν μάλιστα το σημερινό ποσοστό συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αφύσικα εξαιρετικά χαμηλό. Αυτό το στοιχείο το έχουν επεξεργαστεί στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου.

Όπως ομολογούσε τη Δευτέρα το βράδυ ένα γνωστό στέλεχος του κόμματος «Το Ποτάμι», «εμείς μένουμε με τη Φώφη μέχρι να φύγουμε, ή μέχρι να μας διώξουν, ή μέχρι να δούμε πού θα πάμε».